ἐπιστρατεύομεν

ἐπιστρατεύομεν
ἐπιστρατεύω
march
pres ind act 1st pl
ἐπιστρατεύω
march
pres ind act 1st pl
ἐπιστρατεύω
march
imperf ind act 1st pl (homeric ionic)
ἐπιστρατεύω
march
imperf ind act 1st pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαφερόντω — επίρρ. (AM) 1. διαφορετικά από, με διαφορετικό τρόπο 2. με διαφορετικό τρόπο ή βαθμό 3. (με γεν.) περισσότερο («πάντων διαφερόντως προθυμότατος», Θουκ.) 4. με εξαιρετικό τρόπο («οὐδ ἐπιστρατεύομεν ἐκπρεπῶς μὴ καὶ διαφερόντως τι ἀδικούμενοι», Θουκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”